Περιμένω μέρες τώρα να ακούσω από επίσημα χείλη τη φράση “Εθνικό πένθος”… δε μιλάω για κλείσιμο των υπηρεσιών, ούτε για μεγάλες και φαμφαρώδεις εκδηλώσεις συντριβής… μια μεσίστια σημαία ρε παιδί μου, ένα κάτι τόσο δα, μια επιμνημόσυνη δέηση από την επίσημη Εκκλησία για τις ψυχές όσων χάθηκαν – αυτές που αναγνωρίστηκαν και μπήκαν στη θλιβερή λίστα των νεκρών κι αυτές όσων παραμένουν άγνωστοι μέσα σε body bags ή – αλίμονο- κάτω από το νερό (σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες) και που συμπεριλαμβάνονται στους αγνοούμενους, καλμάροντας έτσι τη λαϊκή οργή (την ποιά;) και τον ύπνο των κυβερνώντων…
Δεν ξέρω τι ορίζεται ως γεγονός κατάλληλο για εθνικό πένθος κι αυτό είναι που με θυμώνει: ότι πρέπει να το πουν οι εκάστοτε κυβερνητικοί ντελάληδες για να πενθήσουμε εθνικά, πρέπει να το ακούσουμε από επίσημα χείλη για να καταλάβουμε ως έθνος ότι ΠΕΝΘΟΥΜΕ!!!!!! ΠΕΝΘΟΥΜΕ ρε πάρτε το χαμπάρι, ΠΕΝΘΟΥΜΕ! Τι περιμένουμε να ακούσουμε ρε γαμώτο για να το καταλάβουμε, για να το απαιτήσουμε; ΠΕΝΘΟΥΜΕ! Πενθούμε όσο χωριά μας, τα δικά μας χωριά είναι θαμμένα σε λάσπη και νερό, πενθούμε όσο κάποια δικά μας παιδιά δεν πηγαίνουν ακόμα σχολείο, όσο οι στρατιώτες μας κάνουν τα σώματά τους γέφυρες για να περάσουν ηλικιωμένοι από τη λάσπη…
Πενθούμε όσο οι πυροσβέστες μας κατάκοποι από ένα τραγικό καλοκαίρι, συνεχίζουν πάντα με κίνδυνο τη ζωή τους να σώζουν ότι έχει απομείνει… πενθούμε ρε, όσο οι νεκροί μας, οι δικοί μας νεκροί, οι άνθρωποί μας δεν αναγνωρίζονται ως νεκροί, όσο παραμένουν άταφοι, άκλαυτοι και άγνωστοι, ανύπαρκτοι για την ειδησεογραφία, αγνοούμενοι για τους συγγενείς τους, σάπιο κρέας για τον υδροφόρο ορίζοντα που τους υποδέχεται κύτταρο το κύτταρο…
Πενθούμε ρε για όλο τον κόπο εκείνων των ανθρώπων, των νοικοκύρηδων που είδαν τη ζωή τους να διαλύεται και να γίνονται άστεγοι, πρόσφυγες κι – αλίμονο- μπροστά στην κοινά πια αποδεκτή εξήγηση του “τα έχει αυτά η ζωή” απάτριδες… πενθούμε ρε και για αυτούς που δεν τολμούν ούτε να θυμώσουν, ούτε να διαμαρτυρηθούν για το κακό, χωρίς να τους σαπακιάζουν στο ξύλο οι “peacemakers”!…
Πενθούμε ρε, για τα χιλιάδες ζώα που χάθηκαν, αυτά που ζούσαν για να έχουμε κρέας και γάλα και τυρί στο τραπέζι μας και που τώρα σαπίζουν και άθελά τους εκδικούνται… πενθούμε ρε γι’ αυτές τις νοικοκυρές που θα σκεπάσουν τα παιδιά τους με ξένες κουβέρτες, που θα σκουπιστούν με ξένες πετσέτες, που θα ικετέψουν για ένα χαρτί υγείας, για μια σερβιέτα ρε γαμώτο, για μιαν ακόμη σερβιέτα…
Πενθούμε ρε, πάρτε το χαμπάρι, πενθούμε και όσο δεν το καταλαβαίνουμε ξεφτιλιζόμαστε: εμείς στη χορτασμένη Capitol σε μια αρρωστημένη ελληνική version των Hunger Games, που αναλώνεται φιλάρεσκα σε συζητήσεις και (το χειρότερο) τσακωμούς για την επαύριο των δημοτικών εκλογών, ενώ στις districts τραβάνε τον αλίμονο και με την Ελλάδα κομμένη στα δύο, γιατί έτσι είναι η ζωή: διασκεδάζουμε, χορεύουμε, γελάμε και παπαγαλίζουμε τις αηδίες που βγαίνουν από τις κολυμβήθρες του Σιλωάμ: ήταν πολύ το νερό, τα αντιπλημμυρικά ήταν φτιαγμένα για κακοκαιρία με άλλο όνομα, έσπασε το φράγμα, δεν έσπασε το φράγμα…άει στα τσακίδια πια!
Πενθούμε ρεεεε και θα το διαπιστώσουμε σε λίγο καιρό στον φούρναρη, στον κρεοπώλη, στο supermarket… τότε μόνο μπορεί και να νιώσουμε το πένθος, οι νεόπλουτοι, οι νεόφτωχοι, οι νεοαδιάφοροι, οι νεοχοντρόπετσοι, νεογραψαρχίδες!
Ακόμα περιμένω να ακουστεί η φράση Εθνικό πένθος… περιμένω κι ας ξέρω μέσα μου ότι δε θα το πουν… καλύτερα να μην το πουν εάν δεν το νιώθουν… δε με εντυπωσιάζει αυτό: με πειράζει όμως που εμείς, με μοίρα πιο κοντινή σε εκείνους που υποφέρουν παρά σε εκείνους που τάζουν, εμείς δεν το ζητάμε.
Με πονάει που δεν απαιτούμε να γίνει σεβαστό το πένθος μας, ούτε από εμάς τους ίδιους. θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς… τι λέω; είμαστε εμείς! Πενθούμε ρε! κι όλη η πορεία από εδώ ως την επόμενη κάλπη, όλη η καθημερινότητά μας και οι γιορτές που θα έρθουν σε λίγους μήνες, δε μπορεί να μας βρουν αμέριμνα χαρούμενους: πενθούμε ρε!!!!!!! Ζούμε ναι… αλλά πενθούμε!!!!!!