Μισόν ακριβώς αιώνα μετά την τουρκική εισβολή η Κύπρος κρατά ακόμη ένα σκοτεινό, ένοχο όσο και τραγικό μυστικό. Είναι οι συγκλονιστικές ιστορίες των περίπου οκτακοσίων γυναικών πια, οι πλείστες ανήλικα κορίτσια και νεαρές κοπέλες τότε, οι οποίες βιάστηκαν από τούρκους εισβολείς αλλά και ομάδες ατάκτων Τουρκοκυπρίων. Ή καλύτερα, όχι οι ιστορίες αλλά οι ίδιες οι ζωές τους.
Οι ζωές τους που συνεχίστηκαν βιολογικά και μόνο από το καλοκαίρι του 1974, καθώς για τις περισσότερες ουσιαστικά τελείωσαν εκεί. Στους αλλεπάλληλους και συνήθως ομαδικούς βιασμούς από τούρκους στρατιώτες και συχνά, πολύ συχνά όπως οι ίδιες μαρτύρησαν, μπροστά στα μάτια των γονιών τους, ως πρακτική ταπείνωσης σε μια συντηρητική αγροτική κοινωνία η οποία συνήθιζε τότε να κρεμάει το σεντόνι της νυφικής κλίνης σε δημόσια θέα ως τεκμήριο «καθαρότητας» της νύφης. Την ίδια κοινωνία η οποία δυστυχώς αντιμετώπισε με απόρριψη και στιγματισμό αυτές τις γυναίκες, τόσο μάλιστα που όσοι μπόρεσαν να μιλήσουν μαζί τους να αφηγούνται μια ανατριχιαστική λεπτομέρεια: πως όσες τόλμησαν να πουν την ιστορία τους μιλούν πολύ περισσότερο ως προς το τι βίωσαν μετά που επέστρεψαν από τα Κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές.
Η προδοσία και η εισβολή
Χαράματα της 20ής Ιουλίου 1974 ο τουρκικός στρατός, στο πλαίσιο μιας προσχεδιασμένης προδοσίας και εκμεταλλευόμενος την εγκληματική ηλιθιότητα της Χούντας του Ιωαννίδη, η οποία πέντε ημέρες πριν είχε ανατρέψει τη νόμιμη κυβέρνηση Μακαρίου καταλαμβάνοντας την εξουσία, εισβάλλει στην Κύπρο προκειμένου να καταλάβει «ένα μικρό» μέρος, όπως ο δικτάτορας Ιωαννίδης και η παρέα του (ίσως) είχαν πιστέψει, ως οριστική λύση του Κυπριακού.
Την πρώτη εισβολή ακολουθεί η δεύτερη στις 14 Αυγούστου. Μέχρι τις 17 Αυγούστου η Τουρκία έχει καταλάβει το 37% του εδάφους του νησιού, το οποίο και κατέχει ακόμη. Σε όλο αυτό διάστημα αλλά μέχρι και το τέλος του Αυγούστου, χιλιάδες Ελληνοκύπριοι παγιδεύονται στα υπό κατοχή χωριά. Εκεί ακριβώς σημειώνονται οι θηριωδίες αυτές, οι εκτελέσεις και οι βιασμοί, εγκλήματα τα οποία διαπράττονται το ίδιο διάστημα και σε τέσσερα τουρκοκυπριακά χωριά από πραξικοπηματίες της ΕΟΚΑ Β’.
Οι «ξιμαρισμένες»
Οι πρώτες ιστορίες αρχίζουν να αποκαλύπτονται με την άφιξη των πρώτων εγκλωβισμένων Ελληνοκυπρίων στις ελεύθερες περιοχές. Στο ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας, μοναδικό τότε σημείο διέλευσης, μια κάμερα την οποία έστησαν οι Αρχές καταγράφει μαρτυρίες, κυρίως για τη συλλογή πληροφοριών. Μερικά από τα κορίτσια και τις γυναίκες μιλούν αυθόρμητα και για τη σεξουαλική βία που είχαν υποστεί.
Κανένας δεν γνωρίζει τι απέγιναν εκείνα τα πλάνα. Τα μόνα πλάνα μαρτυριών που δημοσιοποιήθηκαν είναι εκείνα από τη συνέντευξη μιας γυναίκας που είχε βιαστεί στη Μόρφου στη Μελίνα Μερκούρη για το ντοκιμαντέρ «Κύπρος 1975» της ΕΡΤ. Ωστόσο ο κόσμος ήξερε.
Οι χωριανοί έβλεπαν τούρκους στρατιώτες που μάζευαν κοπέλες, τις έπαιρναν κάπου απόμερα συχνά με τη βία και μετά τις επέστρεφαν σε άθλια κατάσταση.
Η πρώην βουλευτής του ΑΚΕΛ Σκεύη Κουκουμά που κατάφερε να μιλήσει με 80 από τις γυναίκες που βίωσαν τη φρίκη στα χέρια των Τούρκων και Τουρκοκυπρίων
Τους έβλεπαν να μπαίνουν σε γειτονικά σπίτια και άκουγαν τις φωνές των κοριτσιών και των γυναικών που ούρλιαζαν. Στα χωράφια με τα αντίσκηνα όπου κατέληξαν οι πρόσφυγες τα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή και ακόμα περισσότερο στους συνοικισμούς που τους στέγασαν στη συνέχεια, αυτά τα παιδιά και οι γυναίκες βρήκαν ελάχιστη κατανόηση.
Το κουτσομπολιό έδινε και έπαιρνε, οι πάντες εκεί γνώριζαν, ενώ δυστυχώς δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τις θεωρούσαν «ξιμαρισμένες», βρώμικες δηλαδή, επειδή τις είχαν «πειράξει», όπως έλεγε ο κόσμος, οι Τούρκοι. Οπως όλοι γνώριζαν και για τις μαζικές εκτρώσεις μετά την εισβολή, για τις οποίες η Βουλή άλλαξε προσωρινά τον νόμο καθιστώντας τες νόμιμες με τη σιωπηρή συναίνεση και της Εκκλησίας.
Ηταν μόλις 12 ετών
Η φωνή της βγάζει αυτοπεποίθηση και αξιοπρέπεια. Μου μιλάει στο τηλέφωνο για το τότε και το μετά με την ηρεμία μιας γυναίκας που δεν έχει ανάγκη τη λύπηση κανενός. Παρακάλεσε τον Σωτήρη, φίλο και συνάδελφο ο οποίος της είχε πρωτομιλήσει και μας έφερε σε επαφή να μιλήσουμε τηλεφωνικώς.
Σήμερα είναι 62 ετών. Που πάει να πει ότι το 1974 ήταν…; Ναι. Δώδεκα. Ζούσε σε ένα χωριό της επαρχίας Κερύνειας, τον Σύσκληπο, στους πράσινους πρόποδες του Πενταδακτύλου, με τον πατέρα και τον αδελφό της, καθώς οι γονείς της είχαν χωρίσει. Στις 26 Ιουλίου οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό και το κατέλαβαν. Οι περισσότεροι κάτοικοι είχαν προλάβει να φύγουν και εκείνοι που έμειναν, γύρω στα 20 άτομα, οι πλείστοι ηλικιωμένοι, πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Στις 3 Αυγούστου εκτελέστηκαν όλοι μέσα στο σπίτι όπου είχαν καταφύγει. Το σπίτι της. Μόλις πριν από μερικά χρόνια άρχισαν να ανακαλύπτονται τα οστά τους. Η ίδια είναι η μοναδική επιζήσασα του εγκλήματος.
Εγκλημα που παραδέχτηκε και η Τουρκία
Θυμάται πως οι Τούρκοι έκαναν μια πρώτη καταγραφή των αιχμαλώτων και πως ο αδελφός της είχε πιάσει κουβέντα με έναν νεαρό αξιωματικό στα αγγλικά, εκείνος, δε, του είχε πει ότι θα ξαναβρεθούν όταν όλα αυτά τελειώσουν. Στη δεύτερη καταγραφή όμως, την 3η Αυγούστου, τα πράγματα ήταν αλλιώς.
Εκείνοι που ήρθαν ήταν Τουρκοκύπριοι και φαινόταν ότι είχαν άλλες διαθέσεις. Την άρπαξαν, παρά τα παρακάλια του πατέρα και του αδελφού της, την οδήγησαν στο μπάνιο και άρχισαν να τη βιάζουν διαδοχικά. Ακουσε φωνές και πυροβολισμούς. Οταν τελείωσαν, την παράτησαν εκεί και ύστερα από ώρα, όταν δεν άκουγε πια φασαρία, επιχείρησε να το σκάσει αλλά ένας από αυτούς που βρίσκονταν έξω την άρπαξε και την οδήγησε στο πίσω σπίτι. Περπατώντας προς το δωμάτιό της αντίκρισε ανάμεσα στους άλλους νεκρούς το άψυχο σώμα του αδελφού της αποκεφαλισμένο και τον πατέρα της διάτρητο από σφαίρες να κείτεται νεκρός. Μετά την οδήγησαν σε ένα άλλο σπίτι πιο κάτω. Εκεί ήρθαν άλλοι. Κι αυτοί τη βίασαν επίσης διαδοχικά. Σε κάποια στιγμή προσπάθησαν να την πάρουν αλλού, αλλά ακούστηκε ένα αυτοκίνητο, από το οποίο κατέβηκε ο αξιωματικός που είχε μιλήσει με τον αδελφό της.
Τη ρώτησε στα αγγλικά ποιος την είχε βιάσει, αλλά η ίδια είπε ότι δεν ήξερε φοβούμενη πως θα τη σκότωναν. Ο αξιωματικός την πήρε στο στρατόπεδο, την προστάτευσε και έτσι επέστρεψε στη μητέρα της. Το έγκλημα στο Σύσκληπο είναι ένα από τα ελάχιστα τα οποία έγιναν παραδεκτά από την Τουρκία. Η περιγραφή του αποκεφαλισμένου πτώματος του αδελφού της και άλλα γεγονότα που μαρτυρεί επιβεβαιώθηκαν και από στοιχεία που καταγράφηκαν στο ημερολόγιο τούρκου συνταγματάρχη και τα οποία δημοσιεύθηκαν στο βιβλίο του καθηγητή και συγγραφέα Ερόλ Μουμτεμτζιλέρ που κυκλοφόρησε στην Τουρκία.
Η ντροπή και η αποσιώπηση
Τι έγινε μετά; τη ρωτώ. Πώς την αντιμετώπισαν η οικογένειά της και ο περίγυρος; Στην αρχή, αφηγείται, δεν μπορούσε καν να καταλάβει τι της είχε συμβεί. Ηξερε ελάχιστα πράγματα για το σεξ, πόσω μάλλον για έναν βιασμό. Ακουγε, θυμάται, τους συγγενείς να ψιθυρίζουν μεταξύ τους αλλά μόνο όταν έφτασε στην εφηβεία άρχισε πια να συνειδητοποιεί τι έγινε. Θυμάται πώς ένιωσε όταν άκουσε στενούς συγγενείς της, στην προτροπή άλλων συγγενών να μείνει ένα διάστημα μαζί τους, να απορρίπτουν την ιδέα λέγοντας πως της έκαναν ό,τι της έκαναν οι Τούρκοι «και τώρα θέλετε να μείνει μαζί μας;». Τη ρωτώ πώς ένιωσε και απαντά ότι έμαθε να βασίζεται στις δικές της δυνάμεις στη ζωή της. Το κράτος; Το κράτος τίποτα. Ούτε ψυχολογική στήριξη ούτε βοήθεια. Τίποτα. Αυτό μαρτυρούν και όλες οι άλλες γυναίκες οι οποίες μίλησαν για τον βιασμό τους κάποια στιγμή σε κάποιον. Το κράτος τις αντιμετώπιζε ως ένα κεφάλαιο που έπρεπε να αποσιωπηθεί. Το κράτος ντρεπόταν για αυτές; Ναι, μου απαντά.
Πολιτεία και κοινωνία έθαψαν την υπόθεση
Στο μικρό της γραφείο στην Παγκύπρια Ομοσπονδία Γυναικείων Οργανώσεων (ΠΟΓΟ) στην Επαρχία Λευκωσίας η τέως βουλευτής του ΑΚΕΛ και επικεφαλής ακόμα του Γραφείου Γυναικών του κόμματος της Αριστεράς Σκεύη Κουκουμά με υποδέχεται πρόθυμη να με βοηθήσει με όσα έζησε και ξέρει σκαλίζοντας για χρόνια την υπόθεση αυτή αλλά και με την ευαισθησία μιας γυναίκας, και μάλιστα μιας γυναίκας εκείνης ακριβώς της γενιάς. Δεκαεννέα ήταν όταν έγινε η εισβολή. Στην ερώτηση πώς ξεκίνησε την προσπάθειά της, η κυρία Κουκουμά θυμάται κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό για να κατανοήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο πολιτεία και κοινωνία έθαβαν για χρόνια το θέμα, μαζί όμως και τις ίδιες τις γυναίκες και τα παιδιά που είχαν βιώσει τη φρίκη του βιασμού, βλέποντας συχνά τους γονείς και την οικογένειά τους να εκτελούνται αφού είχαν εξαναγκαστεί να δουν το έγκλημα.
«Θυμάμαι», αφηγείται, «πως κάποια στιγμή είχα παρατηρήσει το εξής: όταν πηγαίναμε στο εξωτερικό σε ξένα Σώματα, η υπόθεση των βιασμών βρισκόταν πάντα σε αυτά που καταγγέλλαμε. Αυτό όμως δεν ίσχυε ποτέ στην Κύπρο. Εκεί το θέμα ήταν ταμπού». Ετσι ξεκίνησε την προσπάθειά της να ψάξει τις γυναίκες αυτές οι οποίες ήταν – και είναι, οι πλείστες από όσες ζουν ακόμη ή δεν έχουν φύγει για πάντα εκτός Κύπρου μετά την εισβολή για να αποφύγουν το στίγμα – αόρατες και κρυμμένες.
Σε τρώγλες, με ψυχοφάρμακα
Με την πάροδο του χρόνου η κυρία Κουκουμά βρήκε μόλις 80 από τις περίπου 800, αλλά κι αυτό ακόμα είναι εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς ότι κανένας άλλος από όσους έτυχε να μάθουν για μια από τις γυναίκες αυτές δεν συνάντησε καμία άλλη πέρα από εκείνην. «Εγώ, για παράδειγμα, θυμάμαι μια καθηγήτριά μου στο Λύκειο η οποία είχε τη φήμη μοχθηρής γυναίκας, ενώ όσοι την πλησίαζαν καταλάβαιναν ότι καθόλου δεν ήταν τέτοια, για την οποία ακουγόταν έντονα η φήμη αυτή, μέχρι που μάθαμε ότι κάποιος μεγαλύτερός μας την επιβεβαίωσε όταν μια μέρα που του έκανε παρατήρηση γύρισε και της είπε ότι δεν φταίει εκείνος εάν τη βίασαν οι Τούρκοι. Η γυναίκα έφυγε κλαίγοντας από το σχολείο.
Κι αυτή ακόμα ήταν τυχερή από μια άποψη». Η κυρία Κουκουμά εξηγεί ότι οι περισσότερες από τις κοπέλες αυτές δεν μπόρεσαν να σταθούν ξανά στα πόδια τους και ζουν έκτοτε με ψυχοφάρμακα σε τρώγλες ετοιμόρροπων συνοικισμών. Θυμάται ενδεικτικά μία η οποία τής είχε εκμυστηρευθεί ότι είχε αρχίσει να δουλεύει αλλά δεν ήταν σε θέση να ξυπνά το πρωί με τα τόσα χάπια που χρειαζόταν να παίρνει για να πάει στη δουλειά. Τα παιδιά της δεν ήξεραν και τη ρωτούσαν γιατί δεν πήγαινε στη δουλειά, το μοναδικό τότε εισόδημα της οικογένειας.
Η κατάληξη έπειτα από επιμονή χρόνων της προσπάθειας της τέως βουλευτού του ΑΚΕΛ, η οποία είχε βρει στήριξη από την αείμνηστη υπουργό Εργασίας Ζέτα Αιμιλιανίδου, ήταν η να αναγνωριστούν τα θύματα ως παθούσες του 1974 και η παροχή σε αυτές έναντι μαρτυρίας ενός μηνιαίου επιδόματος 1.000 ευρώ, αν και οι περισσότερες φοβούνται ότι θα εκτεθούν και δεν το αιτούνται καν.
«Μπορεί», λέει η κυρία Κουκουμά, «να μην ακούγεται φοβερό αλλά οι πλείστες από αυτές τις γυναίκες δεν μπόρεσαν να παντρευτούν γιατί απλώς δεν μπορούσαν να τις αγγίξει άντρας, πάρα πολλές αρραβωνιάστηκαν ή παντρεύτηκαν αλλά όταν οι σύζυγοί τους ή οι οικογένειές τους έμαθαν τις χώρισαν ή τις έδιωξαν. Οι πλείστες λοιπόν, ειδικά εκείνες για τις οποίες είχε μαθευτεί η ιστορία τους, ζούσαν μόνες σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας».
Οι υποθέσεις που έχει ακούσει από τις παθούσες για το τότε αλλά και για το μετά, όσες μεταφέρονται, σου προκαλούν έναν κόμπο στο στομάχι. Μια από αυτές, π.χ., αφορά μια κοπέλα η οποία είχε βιαστεί και στην προσφυγιά τής δόθηκε το τσαντίρι δίπλα από τα πεθερικά της, με εκείνα να απαιτούν να μεταφέρουν την «ατιμασμένη» μακριά, σε άλλο σημείο του καταυλισμού. «Για καλή της τύχη», αφηγείται, «ο σύζυγος της συγκεκριμένης όχι μόνο δεν την άφησε αλλά παρέμεινε κοντά της.
Είναι ένα από τα πιο αγαπημένα ζευγάρια που είδα» λέει η κυρία Κουκουμά.
Αυτές όμως είναι δυστυχώς οι εξαιρέσεις.
Οι περισσότερες από αυτές τις κοπέλες βίωσαν τον στιγματισμό από μια κοινωνία η οποία συχνά τους έλεγε κατάμουτρα ότι αυτές έφταιγαν ή ακόμα και ότι προκάλεσαν αυτό που τις βρήκε διότι ήταν πουτ… Στις πολλές περιπτώσεις που θυμάται η τέως βουλευτής ήταν και μια κοπέλα η οποία όταν πήγε στις Υπηρεσίες τής είχαν δώσει μια κουβέρτα η οποία δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Οταν είδε μια καθαρή και τη ζήτησε από την υπεύθυνη, εκείνη γνωρίζοντας την ιστορία της τής απάντησε: «Τελείωνε που μου θέλετε και καθαρές κουβέρτες, που εγαμ… τόσον καιρό με τους Τούρκους». Τέτοιες ιστορίες δεν είναι μεμονωμένες. Είναι αμέτρητες.
Η νέα κυβέρνηση στη Λευκωσία προσπαθεί να εξαλείψει το ντροπιαστικό για την ίδια την κοινωνία και μόνο στίγμα ενάντια σε αυτές τις γυναίκες. Τις προάλλες διοργανώθηκε μια εκδήλωση με πρωτοβουλία της επιτρόπου για Θέματα Ισότητας των Φύλων, στην οποία ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης είπε πως οι γυναίκες αυτές πρέπει να αναγνωριστούν ως μάρτυρες και πως προς τιμήν τους θα ανεγερθεί μνημείο.
«Να μη μαθευτεί ποτέ ποιες είναι»
Κάπου στην κουβέντα με την κυρία Κουκουμά και η ερώτηση τι ζητούν σήμερα αυτές οι γυναίκες. «Να μη μαθευτεί ποιες είναι» απαντά. Ακόμα και σήμερα, 50 χρόνια μετά! Τέτοιο είναι το στίγμα, εξηγεί, που όταν χρειάστηκε να φέρει στο γραφείο της δύο από αυτές η μία δεν ήθελε να τη δει η άλλη. Φοβόταν.
Η ιστορία τους όμως πρέπει να ειπωθεί και να καταγραφεί ως μέρος της Ιστορίας. Για τις πλείστες δεν θα τη μάθουμε ποτέ. Αλλες έχουν ήδη φύγει παίρνοντάς τη μαζί τους. Για όσες ζουν ακόμη, ό,τι κι αν σημαίνει μια συγγνώμη από την κυπριακή κοινωνία και την πολιτεία, σίγουρα θα είναι κάτι. Η νεαρότερη, από αυτές που ξέρουμε τουλάχιστον, ήταν τότε εννέα ετών.
tanea.gr