Η ανέγερσις του Ναού
Η χρονική περίοδος που η Ελλάδα αποτελούσε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι μια εποχή κατά την οποία οι πρόγονοί μας ήταν θύματα συνεχούς ταπείνωσης και είχαν υποβαθμισθεί σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Στους χρόνους αυτούς, τα μνημεία τα οποία ανηγέρθησαν και διατηρούνται στην Αγιά έως σήμερα, αποδεικνύουν την δυναμική των Ρωμιών, την δογματική τους συνείδηση και την εξυπνάδα τους.
Ο Sir Steven Runciman έγραψε σχολιάζοντας της εκκλησίες της Αγιάς, «τα κτίρια και οι Ναοί που έχτισαν οι Έλληνες κατά την τουρκοκρατία, ήταν αναγκαστικά μέτρια. Οι Τούρκοι απαγόρευαν στους Χριστιανούς να απολαμβάνουν τη χαρά της επίδειξης».
Ο Ναός των Αγίων Αντωνίων ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία, ως τρίκλιτη Βασιλική, που μπορεί να μην είναι θαυμάσιας καλλιτεχνικής σημασίας Εκκλησία, είναι όμως οπωσδήποτε σημαντική, διότι αντιπροσωπεύει ένα ενδιαφέρον στάδιο στην ιστορία της ελληνικής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής.
Έχει γραφεί ότι, «Γέρων Αγυιώτης, ονόματι Ρίζος Ευγενούλης έλεγε ότι κατεδαφιζομένου του Ναού (Αγίων Αντωνίων) εν έτει 1845 ευρέθησαν τρείς επιγραφαί, η μία υπό κάτω της άλλης, δεν διετήρει όμως τας χρονολογίας των είς την μνήμη του, και ούτω δεν είναι δυνατόν να ορισθεί ο χρόνος της πρώτης ανεγέρσεως».
Η Αγιά τον 17ο και 18ο αιώνα ήταν μια σχετικά ευημερούσα περιοχή και είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί καλούς τεχνίτες και να μισθώνει επίσης, καλούς εικονογράφους.
Ενώ, ο Θ. Χατζημιχάλης σχολιάζει εντελώς άστοχα τα περί του χρόνου ανεγέρσεως του Ναού, ο Μιλτιάδης Δάλλας το 1937, υποσημειώνει τα εξής:
“Ολόκληρος η συνοικία του Αγ. Αντωνίου απετελέσθη εκ Βερροιαίων προσφύγων κατά την καταστροφήν της Βερροίας (;), ότε και ευρέθη όπισθεν του Ιερού Βήματος του Αγ. Αντωνίου του Μεγάλου η εικών του Αγ. Αντωνίου του νέου φυλασσόμενη άχρις σήμερον εν ιδίω κουβουκλίω κτισθέντι επί τόπου. Η μάμμη Ευαγγελή Μαργ. Λάλλα διηγείτο ότι ο πάππος επιτροπεύων κατά την ανοικοδόμησιν του Ναού είχε διατάξει να επεκταθή ο Ναός περιλαμβάνων και το κουβούκλιον. Αλλ’ αφυπνισθείς έντρομος την μεσημβρίαν αφηγήθη είς την μάμμην ότι ενεφανίσθη καθ’ ύπνους ο Αγ. Αντώνιος και τον διέταξε αυστηρώς να μη θίξη την κατοικίαν του, μη στέργων πιθανόν να εισέλθη είς Ναόν αφιερωθέντα είς τον Άγιον Αντώνιον τον Μέγαν. Η ενορία αύτη φέρει το όνομα Βλαχομαχαλάς, δηλωτικόν των μη γηγενών. Τα επίθετα Καρτερός, Καραδήμας και άλλα τυγχάνουσιν Μακεδονικά”.
Θέλοντας να φθάσουμε με ασφαλή κατά το δυνατόν κριτήρια στην πρώτη ανέγερση του Ναού των Αγίων Αντωνίων, δεν πρέπει να συσχετίζουμε την οικοδόμηση με την σύνταξη Ασματικής Ακολουθίας και την καθιέρωση της τιμής του Αγίου (το λάθος του Θ. Χατζημιχάλη). Η νέα ριζική ανακαίνιση του ναού συνδέεται με την περίοδο οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής (γεωργία – σηροτροφία – βυρσοδεψία).
Από το 1809 και μέχρι το 1883 τουλάχιστον η Αγιά είχε οκτώ ενορίες. Ο εμπορικός και βιοτεχνικός αιώνας δίδει την άνεση στην διευρυμένη Αγιά, που ως οικισμός αποκτά μορφή με σπίτια αρχοντικά (Αλεξούλη, Πετράκη, Αντωνίου, Ντακούλα) και 6.000 κατοίκους να αποκτήσει και Ναούς αναλόγου χωρητικότητος. Ενώ οι ενορίες περιορίζονται (1889) εις τρεις, οι Ναοί μεγαλύνονται διαδοχικά. (Αγ. Αντώνιος 1857, Τίμιος Πρόδρομος 1860, Αγ. Αθανάσιος 1866).
Επιπλέον λόγος δυνατότητος ανακαίνησις των Ναών, το δικαίωμα ισότητος και η ελεύθερη εξάσκησις λατρείας που αναγνωρίζεται στους Χριστιανούς μετά την επικύρωση του Χάτι Σερίφ, κατά το 1856 έτος.
Η πλέον πιθανή χρονολογία της μετονομασίας του Ναού του Αγίου Αντωνίου είς ενορία των Αγίων Αντωνίων πρέπει να υπολογισθεί στο διάστημα 1822–1845 όπου οι Βερροιείς κατακλύζουν την Αγιά, ιδρύουν τον μαχαλά τους, μεταφέρουν μέρος του Αγίου Λειψάνου εκ Βερροίας και ανακαινίζουν ριζικά τον Ναό, έχοντας και το κουβούκλιον του Αγίου τους σε διακεκριμένο χώρο.
Ο Μ. Δάλλας αποδίδει, ως ίδωμεν, την ίδρυση του Βλαχομαχαλά στους πρόσφυγες μετά την καταστροφή της πόλεως των Βερροίας (χωρίς χρονολογία).
Επειδή οι πρώτοι Βλάχοι είναι στην Θεσσαλία – Κίσσαβο – Τέμπη – Λυκοστόμιο, το 1461 μ.Χ. (Δούκας) και οι τελευταίοι το 1822 περίπου θα πρέπει να φαντασθούμε και την παρουσία τους στον ενδιάμεσο χρόνο.
Διότι, όπως αναφέρει ο Γ. Κορδάτος στην Ιστορία της Επαρχίας Αγιάς, το 1665-1680 περίπου οι Αγιώτες Βλάχοι σε συνεργασία με τους Τούρκους έγιναν αιτία να ερημωθεί το Βαθύρεμα, προκειμένου να ιδιοποιηθούν την κτηματική του περιουσία.
Αν και δεν έχει αποδειχθεί ιστορικά η ανωτέρω άποψη και πιο πειστική είναι η γνώμη του μακαριστού Δημ. Αγραφιώτη για το θέμα αυτό, η ένδειξις ενεργητικής οργανωμένης παρουσίας Βλάχων στην Αγιά μας οδηγεί στην υποψία υπάρξεως και ενοριακής κοινότητος από το 1650 έτος.
Το ότι συναντάμε και αφιερωμένο Ευαγγέλιο στην ενορία του Αγίου Αντωνίου, κατασκευασμένο στην Ρέτσιανη το 1666, μας οδηγεί αμάχητα στην πίστη, ότι, ο Ναός ανηγέρθη περί το 1650 μ.Χ.
Αρχικά η ενορία φαίνεται να τιμά μόνον την μνήμη του Μεγάλου Αντωνίου και να αναφέρεται στον ιδρυτή του Μοναχισμού, που αποτελούσε πρότυπο ζωής των μοναστών του Όρους των Κελλίων στις ανατολικές υπώρειες του Κισσάβου.
Δεν αποκλείεται ο ενοριακός Ναός να διαδέχεται παλαιά Μονή ευρισκομένη στις παρυφές της ημιορεινής Αγιάς η οποία ήτο περιβαλλομένη από είκοσι τέσσαρα γνωστά ως σήμερα Μοναστήρια.
Ο Θεόδωρος Χατζημιχάλης εσφαλμένα θεωρούσε ότι δεν ήταν δυνατό να κτισθεί Ναός τιμώμενος στον Άγιο Αντώνιον τον Νέον, νωρίτερα από την δημοσίευση της Ασματικής του Ακολουθίας (1746 μ.Χ.).
Έτσι οδηγήθηκε σε δεύτερο λάθος να πιστεύει ότι ο Ναός των Αγίων ήτο κτίσμα του 19ου αιώνος ή τέλος του 18ου.
Αγνοούσε βεβαίως ότι ο Όσιος Αντώνιος ήτο εν ζωή κατά το τέλος του 10ου ή αρχές του 11ου, διότι είχε εσφαλμένες πληροφορίες και από τον τότε (1923) Μητροπολίτην Βερροίας κ. Κωνστάντιο, ο οποίος ερωτηθείς, απάντησε ότι, ο Άγιος γεννήθηκε και απεδήμησεν μεταξύ του 1600-1700 μ.Χ.
Νεώτερα στοιχεία εκ των πηγών, (κωδίκων), των τοιχογραφιών και της συγκριτικής μελέτης βιογραφικών στοιχείων, μας οδήγησαν σε ασφαλείς κρίσεις δια την δράση του Αγίου στην Βέρροια και την μεταφορά της τιμής Του στην Αγιά.